|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανδρολογία? — — μαστορικά — ένδειξη — πορσελλάνινος — συρρικνώ — υπερετάω — συχωρώ — σβουριχτός — δασύφυλλος — στολαρχία — κατσοόφιασμα — τύπτω — εξοχότατος — καινοθήρας — επήχθην — κλειδαμπαρώνω — ανοπλώρισμα — μετάληψη — αλγώ — βεγγέρα — ασυναγώνιστος — παρωδούμαι |
|||