Новогреческий словарь
διασφηνούμαι
διασφηνούμαι
вклиниваться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вклиниваться
? —
διασφηνούμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
διασφηνούμαι
? — вклиниваться
#
(ново)греческий словарь
—
εύθικτος
—
κοντογυρίζω
—
αρχαιολογικός
—
βραχύνω
—
σπασμωδικός
—
εξακολουθητικός
—
γαϊτανώνω
—
καρβουνιά
—
ξαριστής
—
ανασυντεταγμένος
—
μικρόσχημος
—
αντιδρώ
—
ρουπάκι
—
αλατωρύχος
—
ορμώμαι
—
τουλουμπάρω
—
ισχυρογνωμώ
—
πάρτι
—
ευθυμογραφία
—
κουρούπι
—
βοϊδάκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве