|
ο муфтий (представитель высшего духовенства в Турции) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово муфтий? — μουφτής как с (ново)греческого переводится слово μουφτής? — муфтий — απόβαση — κωδικοποίηση — δημοσία — Ιούνης — ωοπλασία — ζηλωτός — διάχυτος — εσωτερικότητα — μήκυνση — τάλαντο — φιλντισένιος — τεντώνω — αντισοβιετικός — άστικτος — χαραμάδα — μετεωροειδές — λατύπη — προσωπικό — ξυλιασμένος — δονζουανικός — διστακτικά |
|||