|
1. учиняющий скандал; 2. (о) скандалист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово учиняющий скандал? — σκανδαλοποιός как на (ново)греческом будет слово скандалист? — σκανδαλοποιός как с (ново)греческого переводится слово σκανδαλοποιός? — учиняющий скандал, скандалист — κατολισθαίνω — ανεμόφτερο — σιγοβρέχει — σπορείον — πλατοπρόσωπος — εντριπτικός — πεπονιά — ποταμιά — χαρακτός — δεκαεξάκις — ασυνήθιστος — εκκένωση — ευχητήριος — εκκόκκιση — καζάντια — απόκλιση — αλφαδιασμένος — χρηματοδοτικός — κατάπτοστος — ακκλησίαστος — στεγνός |
|||