|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σωματεμπόριο? — — διαγελω — γουρλού — χειρότερο — χαϊμαλί — γλυφόνερο — δηλητηριάζω — μαμά — αφραγκία — εξηκριβωμένος — αφειδώ — εγκατοίκηση — λοφίον — κατάδυση — βελονίδα — χελογίβαρο — συγγενολόι — χασαπόχαρτο — χαμόσπιτο — ορυχείο — κολοκυθόπιτα — χωρατατζής |
|||