|
градировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово градировать? — αλατοποιώ как с (ново)греческого переводится слово αλατοποιώ? — градировать — ανάλλαγος — τιμητής — λουφάρω — καρτερεύω — κόνις — εμφυτευτικός — αγειτόνευτος — ζυμωτήρι — εγκλιμάτισμός — βροχήσιος — ενστάβλιση — κροσσός — λαχανόκηπος — απαγχονίζω — σανδάλι — τελωνίζω — αποθηκευτικά — εμβρυο — χάσμηση — ακλείδωτος — εξολοθρευτικός |
|||