|
загноить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово загноить? — εμπυώ как с (ново)греческого переводится слово εμπυώ? — загноить — απαιδιά — ορχηστικός — λινόχρωμος — δερμάτωση — γιός — ξεκούμπωτος — κληματσίδα — μισοτελειώνω — σημαντική — συνδυαστικός — κλήση — μονόματος — πασχάλιο — βακχεύτρια — μπάνιο — ξανθογένειος — αναβράω — σκηνικός — βυτιοποια — υποτριπλάσιος — απομένω |
|||