|
сразу; тотчас; ~ ~ — сразу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сразу? — γιαμά как на (ново)греческом будет слово тотчас? — γιαμά как с (ново)греческого переводится слово γιαμά? — сразу, тотчас — αεροστεγώς — ώ — αντιμέτρηση — ιδιοσυντήρητος — μυγοχάφτισσα — λεπρός — κραυγή — φόμπ — έκθαμβος — μοσχοπουλώ — τοποθετώ — αποκοιμίζω — ματώνω — διακάμπτω — αντρόγυνο — προαπαιτώ — αιμοπυόρροια — γνώθω — παρεξηγώ — μουγγός — δήμεψη |
|||