|
το биол. бентос #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бентос? — βένθος как с (ново)греческого переводится слово βένθος? — бентос — σκοταδιάζω — φταίω — περίγυρος — ασυμβίβαστο — αλατοδοχείον — κουνουπιδόσουπα — βερβέλι — μπριζολάκι — λιδοδομία — αναλήθεια — μαγιονέζα — ζευγόλουρο — αναρρωτήριο — πνέμα — ντιζέρ — φρεσκοκουρεμένος — αλλεργιολόγος — ψίτ — έσοδο — εφτακόσιοι — αρτιβαφής |
|||