|
толстоватый, полноватый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово толстоватый? — παχουλός как на (ново)греческом будет слово полноватый? — παχουλός как с (ново)греческого переводится слово παχουλός? — толстоватый, полноватый — ψέμμα — ακατάφερτος — προσαύξηση — χειροτέχνημα — αραίωμα — δέξιμο — συνεζευγμένος — κτυπητός — παρακεί — βασανιστής — απίδρομος — νταλγκατζής — θαμνόφυτος — φαγεδαινικος — δεκεμβριστές — αμφιθεατρικός — παστίτσιο — αβροχιά — γερμανόπληκτος — μηδέν — διαρρίπισμα |
|||