Новогреческий словарь
λεμφοφόρος
λεμφοφόρ|ος
лимфатический
;
~ά αγγεία — лимфатические сосуды
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лимфатический
? —
λεμφοφόρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
λεμφοφόρος
? — лимфатический
#
(ново)греческий словарь
—
επιγραφική
—
κεραύνωση
—
ανέστιος
—
λιοτριβιάρης
—
μπεκρούλιακας
—
κάβος
—
εγωιστικά
—
τρίπτυχο
—
ανεπικοινώνητος
—
ακαταλληλία
—
βαριοκέφαλος
—
οξύφωνος
—
ανεπισκίαστος
—
πρωτοπορειακός
—
αποστέλλομαι
—
εκτροχίαση
—
παππούδες
—
αλάνισσα
—
πρωτόκλιτος
—
ακρυστάλλωτος
—
συκολέβι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве