Новогреческий словарь
συγκεντροποιημένος
συγκεντροποιημέν|ος
централизованный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
централизованный
? —
συγκεντροποιημένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
συγκεντροποιημένος
? — централизованный
#
(ново)греческий словарь
—
υπέρθλιψη
—
ελαιοκομία
—
ισότιμος
—
μονοπωλιστής
—
κομμωτήριο
—
ολισθηρότητα
—
αδιάσταλτος
—
καβαλώ
—
βάσκαμα
—
υδατικός
—
φρουτόδεντρο
—
πρόσρησις
—
έπαθλο
—
κάνουλα
—
ευκολοδούλευτος
—
δυναμωτικός
—
πειά
—
τελώ
—
ηνέχθην
—
ασπρογάλανος
—
παιδοποιία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве