|
централизованный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово централизованный? — συγκεντροποιημένος как с (ново)греческого переводится слово συγκεντροποιημένος? — централизованный — χαμήλωμα — παραπάνου — κορμί — κατοίκιση — φυσίατρος — κτένι — τροπάρι — ζουφώνω — σπασμός — βοοειδής — χορτόπιττα — αψιδοειδής — αιθεροβάτης — διαισθάνομαι — ενδομήτριος — απαραμύθητος — κουφιοκεφαλάκιας — άφθορος — αγγελομάτης — κρασί — μεταφέρω |
|||