|
прям., перен. каменный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово каменный? — πετρένιος как с (ново)греческого переводится слово πετρένιος? — каменный — ροταριανός — δραπέτευση — ξεκαλοκαιριάζω — ισο- — βροχερός — σαρδανάπαλος — μισοκλείνω — χαλκωματάδικο — ιστοσελίδας — παρτιζάνος — βρόγχίον — δηλητήριο — αγιασμένος — άρραβος — αγαπητικιά — ψελλότητα — δικαιοδοσία — αθεΐα — ακκλησίαστος — δικράνι — λευκοπάθεια |
|||