Новогреческий словарь
αναδιπλασιασμός
αναδιπλασιασμός
ο
удвоение
(тж. грам.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
удвоение
? —
αναδιπλασιασμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναδιπλασιασμός
? — удвоение
#
(ново)греческий словарь
—
κάκωση
—
ομοούσιος
—
ξεκλειδώνω
—
απροπόνητος
—
αναπαή
—
φαλτσαριστός
—
πιλαλάω
—
παιχνιδούπολη
—
χαρτοπαίχτης
—
κακομεταχειρίζομαι
—
θαμνώνας
—
σκευάμαξα
—
θερμοπαραγωγός
—
Δεκέβριος
—
αιματεμεσία
—
πασαένας
—
χτενίστρα
—
χαλκούργός
—
ακινητώ
—
απαρασημοφόρητος
—
φτιαξιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве