|
периодический; ~ή έκδοση — периодическое издание; ~ τύπος — периодическая печать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово периодический? — περιοδικός как с (ново)греческого переводится слово περιοδικός? — периодический — αυτοκινητοδρόμιον — θέληση — αστεροβριθής — ιεράρχηση — Κύπριος — φωτοληψία — αυτοκαλούμενος — εκβουλγαρισμός — γκάβακας — εγκσρδίωση — κερκοφόρος — ψαλμωδός — εκπίπτομαι — ρεμάλι — μπίτι — ποσάκις — λευκόχρυσος — διακοσιαπλάσιος — βύρσινος — ήσυχα — βασιλοπρεπής |
|||