|
священный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово священный? — ηγιασμένος как с (ново)греческого переводится слово ηγιασμένος? — священный — ανθοδετική — γυμνόπους — άγραφος — ζουρλαίνω — αναποφάσιστον — παθιάζω — μαντηλώνω — βύζασμα — ορθός — μπουζουκάκι — Ολλανδέζα — φερμένος — παλαίω — στρατοκόπος — παρακυλιούμαι — ακουαρελίστας — ανεμιστήρι — επιστητόν — οσφρητικότης — αυτοχειροτονούμαι — οχτώ |
|||