Новогреческий словарь
διαμείβω
διαμείβω
(αόρ. διήμειψα, παθ. αόρ. διημείφθην)
обменивать
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обменивать
? —
διαμείβω
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαμείβω
? — обменивать
#
(ново)греческий словарь
—
επάλειψη
—
αβάσταγος
—
ρεμπέτα
—
γαλακτοτρέφω
—
κατατρίβω
—
δικάταρτος
—
εκκινώ
—
αρκειο
—
απολυτρώτρια
—
σβερκιά
—
εικονιστικός
—
μυελώδης
—
ψιμάρι
—
λάτρισσα
—
εξεικονισμός
—
ανημπόρια
—
σακκάκι
—
διαμαρτυρόμενη
—
ανοιγοκλείσιμο
—
πνέω
—
μοσχομυρωδάτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве