|
умилостивительный; искупительный; ~ικό θύμα — умилостивительная жертва #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово умилостивительный? — εξιλεωτικός как на (ново)греческом будет слово искупительный? — εξιλεωτικός как с (ново)греческого переводится слово εξιλεωτικός? — умилостивительный, искупительный — ξαμπελώνω — πολεμικότητα — εγκαυστής — πανηγυρτζίδικος — προεδρεύω — γκρενά — δαμαλιδικός — λεονταρίσιος — ποικιλόθερμος — αποθνήσκω — σφηκίσκος — δίχως — φτειάνω — μικροκλιματολογία — κροταλίζω — στοιχειοθετούμαι — βάθαιμα — μπαλλότο — νομαδισμός — ιδιοκτησία — γλυκομουρμούρισμα |
|||