|
ο (чаще мн.ч.) мед. ревматизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ревматизм? — ρευματισμός как с (ново)греческого переводится слово ρευματισμός? — ревматизм — ουζοπωλείο — θλιπτικός — αποκατάσταση — καρκινικός — άνομος — αποδοκιμασία — γαριερός — χρηστικότητα — κουτουλιάρικος — μάντιλο — αμεταβίβαστος — σούρουπο — κιτρολέμονο — περιστεριδεύς — συγκλονιστικά — θολότητα — προπαγάνδα — στεγάζω — λελέκι — αστείος — γλουτίνη |
|||