Новогреческий словарь
συνομοταξία
συνομοταξία
1) зоол.
класс
;
2)
разряд
;
ανήκω εις τήν ~ν... — принадлежать к разряду...
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
класс
? —
συνομοταξία
как на
(ново)греческом
будет слово
разряд
? —
συνομοταξία
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνομοταξία
? — класс, разряд
#
(ново)греческий словарь
—
τσιπουρόχωμα
—
μεριδούλα
—
ενιαίος
—
κεραστής
—
ζυμομύκητας
—
γκρεμνώ
—
εμπαισμα
—
μπαλλωτιά
—
θυελλώδικος
—
ώδε
—
ανυπομονώ
—
αποσιωπητικά
—
μικροβιολογικός
—
εξιδανίκευση
—
κορφολογώ
—
χαμαλίκα
—
σταθμητός
—
τήν
—
καθολικός
—
λαυρίτης
—
υψίπεδο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве