|
юр. предварительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предварительный? — προδικαστικός как с (ново)греческого переводится слово προδικαστικός? — предварительный — αψόφιστος — φωναχτός — υπονόμευση — φιλονεικία — παράχρηση — δεκεμβριανά — απετονιά — αλιγόστευτος — ισότητα — κυριεύω — κροτίς — περίκλειστος — παμβαλκανικός — εμβολεύς — κατάβαθα — συνεταιρισμός — άσφαλτωνω — χαμαλήτικος — ξεπαραδιασμένος — θαλαμηγός — πανάθλιος |
|||