προδικαστικός

формы словаβ
προδικαστικός
юр. предварительный



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово предварительный? — προδικαστικός
как с (ново)греческого переводится слово προδικαστικός? — предварительный


αψόφιστοςφωναχτόςυπονόμευσηφιλονεικίαπαράχρησηδεκεμβριανάαπετονιάαλιγόστευτοςισότητακυριεύωκροτίςπερίκλειστοςπαμβαλκανικόςεμβολεύςκατάβαθασυνεταιρισμόςάσφαλτωνωχαμαλήτικοςξεπαραδιασμένοςθαλαμηγόςπανάθλιος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit