|
делать аборт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово делать аборт? — εξαμβλώνω как с (ново)греческого переводится слово εξαμβλώνω? — делать аборт — τσάντζαλα — γονιασμένος — αδιαπέραστος — πριστός — ξαλάφρωμα — θάμασμα — αξιοσπούδαστος — διαιτώ — υδροχρωματίζω — ελαιόμετρον — γνωσιμοχία — εφημεριδογραφία — διίσμός — περιβαλλοντικός — αδιακανόνιστος — σύμφυρτος — ἑσσόομαι — χάσκω — γεννιέμαι — βιβλιεκδότις — στρογγόλωσις |
|||