Новогреческий словарь
βάϊα
βάϊα
τα
вербочки
;
Κυριακή των Βαΐων — церк. вербное воскресенье
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вербочки
? —
βάϊα
как с
(ново)греческого
переводится слово
βάϊα
? — вербочки
#
(ново)греческий словарь
—
ολόκορμος
—
μεγάλος
—
βηματοδρομία
—
βιομηχανικός
—
στενοχώρια
—
ηλικιωμένος
—
δεσπόζων
—
καταστρεφτικός
—
κασμήρι
—
μαξιλαροθήκη
—
κοταχνιάζει
—
φτερνί
—
καλογερεύω
—
γλυκορητώ
—
ερρωμένος
—
απίδι
—
λευκόθριξ
—
οστεαλγία
—
ανάκατος
—
υπομνηματίζω
—
απαγορεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве