|
семидневный; τό ~ο — семидневка (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово семидневный? — εφταήμερος как с (ново)греческого переводится слово εφταήμερος? — семидневный — φρουρός — σαπροφάγα — θηλή — αιρέσιμος — καταδικάσιμος — αυτοπέδηση — καταπλήττω — εσωκάρδιον — κεφαλιάτικο — ξεσυνερίζομαι — ιστιοδρομικός — μισθολόγηση — ερυθρόχρους — αρύταινα — θηριωδία — περιωπή — εξάφρισμα — χαϊδευτικός — ηνιοχώ — διαφωτισμός — ρωγαλίδα |
|||