|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δανειολήπτης? — — υποκοριστικός — χρεοπίστωση — εγωκεντρικός — στρεβλώτρια — δρομαίως — αστάχι — κοσμογραφίκος — παραμήτριος — σπαθοειδής — ξερρωγιάζω — μισεμένος — δονούμκνος — χυδαΐζω — απολογητική — μπόρσα — παραδεισένιος — αγαθοεργία — βαρυθυμία — νοτίζω — διορίζω — άλογομάντρι |
|||