|
децентрализующий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово децентрализующий? — αποκεντρωτικός как с (ново)греческого переводится слово αποκεντρωτικός? — децентрализующий — κεραμιδοκάμινο — επανέλεγχος — απρόβλεπτος — απείσμωτος — ανημέρευτος — ανελκτήρας — ραδιοφωταύγεια — πλαστογράφος — οκνηρός — ακροβούνι — οφθαλμιατρείο — χαλιφατο — ασυμπτωματικός — ένθερμα — ζωοποίηση — πλειονοψηφία — αρρυτίδωτος — καλοζυγιασμένος — λαλω — ανάλογος — πυελοκαλυκικός |
|||