|
η картофель (растение) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово картофель? — πατάκια как с (ново)греческого переводится слово πατάκια? — картофель — καμακώνω — κύηση — τσάταλο — αναψύχω — κακοντυμένος — χαλκουργική — καρφοπέταλα — δαιμονιζόμενος — αεριοποιούμαι — στρυμωγμένος — φωσφορικός — ναύλα — τσογλάνι — εννεύρωσις — στάθμευση — αποπλένω — υπερθέρμανση — νυχτοπέτα — αμή — διάβαση — πολύπαθης |
|||