|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διευρύνομαι? — — ουτοπικός — νερουλάς — κακομεταχειρίζομαι — αγωγή — ανακωχεύω — ευμετάδοτος — αρχικομματάρχης — αγκρίνιαστα — ευθάλασσος — λυγηρός — αχυλία — βραχυπρόθεσμα — μυστικό — αδρότητα — ζωφόρος — λιγύφθωνος — πενταμελής — γυμνόσωμος — ποδοπάτηση — πυροβολητής — πνευστίαση |
|||