|
το роман (жанр) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово роман? — ρομάντζο как с (ново)греческого переводится слово ρομάντζο? — роман — μαγκάλι — αστείος — βρόχειος — ένσαρκος — ευκαρπία — υπερηφάνεια — αθαλάσσωτος — χρυσόκαρδος — νεολαίος — μαστορεύω — κοκκινόχωμα — εφόδιο — μαστοράντζα — αδέξιος — παρθένος — καρδιοειδής — πεκούνια — ξεσκουντώ — στροβιλιστικός — αναληφθείς — ἄφατος |
|||