|
мед. противорахйтный; ~ή γυμναστική — лечебная гимнастика от рахита #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово противорахйтный? — αντιρραχιτικός как с (ново)греческого переводится слово αντιρραχιτικός? — противорахйтный — αναφαίρετος — άσκυφτος — βάρβαρος — ορτσάρω — ανασκευαστικός — θρασύς — εξηγημένος — συνομολογώ — ανεμοπύρωμα — ανοφθαλμία — σέρνω — σταλίστρα — σπινέλ(λ)ιο — αγιοκέρι — κουβέρτα — διαπιστευμένος — αναλώτρια — καλοδούλευτος — φουμίζω — λιγούρης — ζευγαριάζω |
|||