Новогреческий словарь
μπάσταρδος
μπάσταρδ|ος
, -άρδα и -άρδισσα, -άρδικο 1)
внебрачный
(о ребёнке);
2) перен.
ублюдочный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
внебрачный
? —
μπάσταρδος
как на
(ново)греческом
будет слово
ублюдочный
? —
μπάσταρδος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μπάσταρδος
? — внебрачный, ублюдочный
#
(ново)греческий словарь
—
απόκειται
—
μονομεταλλισμός
—
νεοβιταλισμός
—
τεσσαρακοστό
—
καταπραΰνω
—
αφλυκταίνωτος
—
μονοθεϊσμός
—
καταδίωξη
—
αποφατικά
—
υδροφόρος
—
απολιθωμένος
—
ανθυποβάλλω
—
αλαζόνευμα
—
κοζάκος
—
χαρτομαντεία
—
ξυλεύομαι
—
γαβαθιάρισσα
—
συνιδιοκτησία
—
οιστρογονοθεραπεία
—
δειλία
—
λιοτριβάρης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве