|
το вилайет (административная единица в Турции) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вилайет? — βιλαγέτιον как с (ново)греческого переводится слово βιλαγέτιον? — вилайет — θήραμα — Κλαζομένιος — πολυμορφικό — οικουρώ — δοκαρωσιά — σπλαγχνικός — ακράσωτος — γεώδης — ογκομετρικός — δονζουύν — γλιστεράδα — συνονθυλεύω — αντισεισμικός — εξαίρεση — ηλιοχρύσωμα — προσβλητικός — αγουλιανός — γάβανο — τρίβω — γερνώ — αμερικανόδουλος |
|||