Новогреческий словарь
τριβεύς
τριβεύς
(-έως) ο 1)
подшипник
;
ένσφαιρος ~ — шариковый подшипник
;
2)
дробилка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
подшипник
? —
τριβεύς
как на
(ново)греческом
будет слово
дробилка
? —
τριβεύς
как с
(ново)греческого
переводится слово
τριβεύς
? — подшипник, дробилка
#
(ново)греческий словарь
—
λάμα
—
οροθετικός
—
αρχαιοκαπηλία
—
αιθαλομίχλη
—
πρόσφατον
—
αιθέριο
—
μονοθάλαμος
—
οπωροπωλείο
—
φραγκορράφτης
—
επιτηδειότητα
—
εξελέγξιμος
—
ίλαρχος
—
κουράγιο
—
κουτοπονηριά
—
στραπατσάδα
—
μετάνια
—
ζυγιστής
—
παρελθών
—
τοπικιστής
—
καφέ
—
μάνι-μάνι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω