|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τεντωτός? — — εκπομπεύω — πεθερά — δευτερίας — οικοστολή — γλαστερός — βρωμολίμνη — σπιθαμιαίος — θεόκτιστος — αισχρολογικός — κοράλλι — θεμελιώνω — ζιμπούλι — επαρχιωτόπουλο — μπαλλωτιά — προκρίνω — ενοικιάζω — κούρα — αρκετά — τριηραρχέω — θριαμβευτικός — ψυχροφοβία |
|||