Новогреческий словарь
παρατεντώνω
παρατεντώνω
(слишком сильно)
натягивать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
натягивать
? —
παρατεντώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρατεντώνω
? — натягивать
#
(ново)греческий словарь
—
Κωνσταντινούπολη
—
κωλαράς
—
ξεσυνέριση
—
αισχροκέρδεια
—
περιοδεία
—
εκτροπο
—
κοχλιουλκός
—
ξαπλώστηρα
—
καρβουνιάρικο
—
ξύω
—
καύσος
—
πολύπλοκος
—
γλειφιτζούρι
—
μεταμοντερνίστρια
—
έκρυθμος
—
αναλγησία
—
παραφύλαξη
—
αυτόφυτος
—
φάρυγγας
—
αδιοίκητος
—
ελαφροποινίτισσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве