Новогреческий словарь
ανοσοποίησις
ανοσοποίησις
(-εως) η
иммунизация
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
иммунизация
? —
ανοσοποίησις
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανοσοποίησις
? — иммунизация
#
(ново)греческий словарь
—
χελωνίσιος
—
πανικοβάλλω
—
αλυπία
—
τραυλός
—
λοκάντα
—
βραδιάζω
—
τριχοφυία
—
ορνιθοτρόφος
—
ανασταλτικά
—
ομοκεντρικός
—
λογιστής
—
διακολυμβώ
—
σαλπιγκτής
—
πολέμιος
—
εσώψυχα
—
γκρεμιστής
—
ζάλισμα
—
παραμέληση
—
υπνωτίστρια
—
βέλο
—
ανακούφιση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве