|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοκκινέλι? — — ρινί — σιδερόφρακτος — τσισάκια — ξηραντικός — αβερταρία — εμπρόθεσμος — διέρρηξα — βεβηλώνω — επανορθώνω — αξέφευγος — πετάγομαι — μοντερνιστικά — μανιβέλλα — αναγεννητής — σουρτούκεμα — καρυδέλαιο — όδευσις — κλαρωτός — ζουρλός — οινοπνευματοποιείο — λυσσάω |
|||