|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σωστικά? — — υποθηκοφυλακείο — αψηλοκρέμαστος — τήραγμα — τάσσω — κνίδη — μηρί — κομψός — συγχωρητήριος — κρεμώ — αγριεμός — Εσκιμώοι — βρωμιάρικος — χυδαιολόγος — μονόδραχμος — πρήσμα — μουρντάρεμα — εννεακαίδεκα — αναδετός — παρατιμονιάζω — καθισματάκι — ξόδεψη |
|||