|
артельный; кооперативный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово артельный? — συνεργατικός как на (ново)греческом будет слово кооперативный? — συνεργατικός как с (ново)греческого переводится слово συνεργατικός? — артельный, кооперативный — δισχίλιοι — χάρακας — φλεβαρήσιος — σκάθαρος — καθορευουσιάνος — μπρούτζινος — δισεγγόνα — βρέχει — αντι- — φωτοσύνθεση — χρησμοδότης — κονσερβοποίηση — σκοντάπτω — εισποίηση — αταξία — νταβραντισμένος — αποστρατιωτικοποιημένος — μαγνήτισμα — επιτέλεση — ανεμομιλιά — αναξιοπαθών |
|||