Новогреческий словарь
συμβιβάσιμος
συμβιβάσιμ|ος
1.
совместимый
;
2. (τό)
совместимость
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
совместимый
? —
συμβιβάσιμος
как на
(ново)греческом
будет слово
совместимость
? —
συμβιβάσιμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
συμβιβάσιμος
? — совместимый, совместимость
#
(ново)греческий словарь
—
κυπαρίσσινος
—
ζυγοδάκτυλος
—
βοβίζω
—
παρασημαίνω
—
τριακόσιοι
—
ανταπαιτητής
—
ακαταγωνίστως
—
αρωματοποιία
—
μπαξεβανικά
—
αγκινάρα
—
αγκύλωση
—
στομάχιασμα
—
εκλογικός
—
πιτζαμάκι
—
ανθρακικός
—
αρά
—
στρατιώτης
—
ριγώ
—
Προμηθεύς
—
φραξιονιστικός
—
γαλλιστί
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,