|
панорамный; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово панорамный? — πανοραμικός как с (ново)греческого переводится слово πανοραμικός? — панорамный — σιχαμός — λεμονόχορτο — επιγραμματίζω — πνευματιστικός — αμόντε — πατριαρχείο — καβγατζίδικος — απανθρακώνω — γαϊδουρόκομπος — θεοδύναμος — διγλωσσία — νοσταλγός — χρησμωδός — οπισθάγκωνα — μικροπολιτικός — ανύπαντρος — ξυλογαϊδάρα — αγαλματογλύφος — απόγι — γδικώνομαι — αιμορροΐδα |
|||