|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πλατύχωρος? — — εκθήλυνση — ηλεκτρομετρικός — μετεωρίζω — τρύπησις — ηψάμην — αυτομόλησία — μπογάζι — μεταξουργείο — σκαφίδι — κογχάριο — επικυριαρχία — μάτωμα — αφιλανθρωπία — κερδισμένος — περαματάρης — στρεβλός — αφεταιρισμός — κομποσχοίνι — στωϊκισμός — τιτλοφόρο — διομολογώ |
|||