|
ο погонщик мулов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово погонщик мулов? — ημιονηγός как с (ново)греческого переводится слово ημιονηγός? — погонщик мулов — μακροχρονίζω — καλοκαιρινός — δυσχρηστία — γεώμηλον — αναλώνω — εκτρωτικός — ανάστηθος — αφλυκταίνωτος — μαρμαρυγή — καραμέλλα — εξαιρεμένος — αραβόσιτος — γουρουνίζω — φρενιτιώ — ευρωπαϊκός — αντισταθμισμένος — υπερμέτρωψ — μεγαλακρία — αλωπεκοειδή — φασκελώνω — πανηγυριστής |
|||