|
η осуждение, обречение самого себя (на что-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осуждение? — αυτοκαταδίκη как на (ново)греческом будет слово обречение самого себя? — αυτοκαταδίκη как с (ново)греческого переводится слово αυτοκαταδίκη? — осуждение, обречение самого себя — ανυπάκουος — άδειασμα — συνισταμένη — εθνοποίηση — σκληροκέφαλος — διαφοροποιούμαι — βρογχοπνευμονικός — αμετακινησία — ποντίζω — διασφηνούμαι — αχυρόστρωμα — βιογραφνκός — εγκαυστική — απαίσιος — εύνοια — ταχύτατα — αναθεραπεύω — σημαντική — μίλλιον — ψιψίρης — επιφυλλιδογράφος |
|||