|
(αόρ. έξανα) чесать, кардовать (шерсть, лён и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чесать? — ξαίνιο как на (ново)греческом будет слово кардовать? — ξαίνιο как с (ново)греческого переводится слово ξαίνιο? — чесать, кардовать — ακαλοκάρδιστος — παχούτσικος — όλεθρος — λιγερός — ζημίωμα — αλίμενος — οπλοφορώ — Πρωτομαιά — απόψε — αποκαθαρίζω — ρινιστής — καψώνω — ψαρικός — συνοδεία — διάνοια — επιλέμβιος — μελίχρυσος — αναμφισβήτητος — τιμοκατάλογος — σκίρτημα — σκίασμα |
|||