|
реветь (об осле) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово реветь? — ογκανίζω как с (ново)греческого переводится слово ογκανίζω? — реветь — βλαχόσκαλτσα — απλούτιστος — αλληλομάχος — πλεονεκτώ — αγριέλι — σύλαρδος — πρεσβυγενής — ολόμαυρος — μπόσικος — θέρμη — λιβρέα — αντικαπιταλιστικά — ουρητήριο — στρυφνότητα — ξεσβερκώνομαι — λατομικός — σκραπ — αβύζαγος — κομμωτής — τυραννισμένος — δασμολογιακός |
|||