Новогреческий словарь
τουνέλι
τουνέλι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
τουνέλι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
διασπάθηση
—
αποπλάνηση
—
τροφικός
—
κυνάγχη
—
σχιζοφρενικός
—
ασυμπαθής
—
κακόγεννη
—
βαριοπούλα
—
επιμήνια
—
οπωροπώλης
—
ενδελεχώς
—
πρώην
—
στοίχημα
—
γέμα
—
μίσος
—
υφαντουργός
—
φρυάττω
—
ών
—
διανόηση
—
προζύμι
—
κοριτσίστικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве