Новогреческий словарь
αβαντάζ
αβαντάζ
το :
έχω τό ~ ότι... — преимущество моего положения в том(__,__) что...
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αβαντάζ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κουτσομπολειό
—
ολισθηρός
—
ανασπώ
—
χαμαλίκα
—
ποδεσιά
—
ιγγλέζικος
—
ακράτως
—
συνοικώ
—
κλωστοϋφαντουργία
—
αδραχτιά
—
ψιαθοπλόκος
—
σφαγιασμός
—
χαλινώνω
—
μετωπικά
—
χαμηλοθώρης
—
ανδράχλη
—
παραβλέπω
—
πήδος
—
φιλοτιμάω
—
κρυσταλλογένεια
—
ξεδίνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве