|
взаимообязующий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово взаимообязующий? — αλληλόχρεος как с (ново)греческого переводится слово αλληλόχρεος? — взаимообязующий — ατμομηχανή — καθολικευτικός — επάλειψη — αδιάσπαστα — κακομελετάω — έκτυπος — καταμαυρίζω — τροχόσπιτο — υδρωπίκιασμα — καραϊβικός — γεωκτήμων — παλιομοδίτικος — δερματουργικός — υαλοτεχνία — δεδηλωμένη — αγώνιαστος — στρειδολόγος — χαλυβδώνω — δικαιοφροσόνη — μεγαλοκαμωμένος — επισφράγισμα |
|||