|
1. болгарский; 2. : τά ~ά — болгарский язык; ~ο κεφάλι — упрямая голова, упрямец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово болгарский? — βουργάρικος как с (ново)греческого переводится слово βουργάρικος? — болгарский — ευθυδικία — πολύπτυχος — πρεσσάρω — τετραγωνίδιο — τήκω — ηλεκτρικό δυναμικό — μπεχλιβάνης — τάρσωμα — αλεποπορδή — αντίποδες — ψιλικατζίδικο — δακρυγόνος — πιπί — επιπωματικός — απόνησο — βιοποριστικός — συσπουδαστής — χασματίας — τές — αδελφώνομαι — θεόστραβος |
|||