βουργάρικ|ος

формы словаβ
βουργάρικ|ος
1. болгарский;

2. :
          τά ~ά — болгарский язык;
          ~ο κεφάλι — упрямая голова, упрямец



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово болгарский? — βουργάρικος
как с (ново)греческого переводится слово βουργάρικος? — болгарский


ευθυδικίαπολύπτυχοςπρεσσάρωτετραγωνίδιοτήκωηλεκτρικό δυναμικόμπεχλιβάνηςτάρσωμααλεποπορδήαντίποδεςψιλικατζίδικοδακρυγόνοςπιπίεπιπωματικόςαπόνησοβιοποριστικόςσυσπουδαστήςχασματίαςτέςαδελφώνομαιθεόστραβος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit